- κιτρολέιμονο
- κιτρολέιμονο, το και κιτρολέμονο, τοο καρπός της κιτρολεϊμονιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.